Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ


ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΚΕΡΑΙΟ ΠΑΛΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.

ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΛΕΠΑ-ΑΦΕΝΤΑΚΗ

Πέρασαν περισσότερα από πολλά χρόνια, ζωής κοντά στην Aγ. Παρασκευή, αλλά πάντα έχοντας το βλέμμα του πιστού, δεν μπόρεσα να την αντικρίσω ως το ωραιότερο μνημείο της πόλης μας, καθώς πάντα ήταν και είναι η πηγή που αντλούσα πίστη για τη ζωή. Είναι λοιπόν ένα ζωντανό μνημείο που πεισματικά αντιστέκεται – στο βάρβαρο πολλές φορές - πέρασμα των αιώνων. Πριν αρχίσω μια ιστορική αναφορά για τον ναό της Αγ. Παρασκευής, θα ήταν παράλειψη εκ μέρους μου, να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι σύσσωμη η τοπική αυτoδιοίκηση έσκυψε με αγάπη και σεβασμό στο θέμα: “Προστασία και ανάδειξη του Ιστορικού κέντρου της Χαλκίδας”, που είναι η περιοχή του κάστρου, γύρω από την Αγ. Παρασκευή. Το γεγονός αυτό προάγει τον πολιτισμό μας και διασώζει την ιστορία της πόλης. έτσι λοιπόν υπηρετώντας το μέλλον παραθέτω πιο κάτω όσα ιστορικά στοιχεία έχω στη διάθεσή μου.

Η σεβάσμια βασιλική της Αγ. Παρασκευής δυσκολεύει πολύ τους μελετητές, επειδή δεν είναι δυνατή η ανασκαφή και επίσης υπάρχει μεγάλη ασάφεια πηγών και πληροφοριών. Οι οικοδομικές φάσεις, ο ακριβής χρονολογικός προσδιορισμός κάθε μέρους χωριστά, ο γλυπτικός διάκοσμος, η σχέση με το απέναντι από την είσοδο κτίσμα, oι κίονες στο προαύλιο της που εικάζεται ότι είναι απομεινάρια από το βαπτιστήριο της Αγίας Παρασκευής που όπως λένε, έφταναν μέχρι τη θάλασσα και νερό του Ευρίπου έγλειφε τα σκαλοπάτια του βαπτιστηρίου. Την πρώτη αφορμή δίνει ο πολύς Α. Βuchon που διαχωρίζει την γοτθική - όπως νομίζει -Αγία Παρασκευή από την Αγία Παναγία (Νolre -Dame) που αναφέρουν οι πηγές. Μία επιστολή (Δελτίο Εβδομάδος) αρ. 30 της 23-9-1894 (υπογράφεται από έναν Ανδρέα Χαλικόπουλο αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι σε παλιότερα χρόνια ο ναός δεν είχε τέμπλο (πρβλ. διάταξη ναών Δυτικής Ευρώπης) έδωσε αφορμή στον Γ. Λαμπάκη ν’ ασχοληθεί με το θέμα (Η εν Χαλκίδι Βασιλική της Αγίας Παρασκευής “Εβδομάς”, α φ. 34/21-10-1884). Η βασιλική, σύμφωνα με τη γνώμη του, είναι φραγκικό χτίσμα του Ι3ου αι. με κωδωνοστάσιο ρωμανικό και κρύπτη ευγενών κάτω από τον κυρίως ναό. Αξιοσημείωτη η πληροφορία για τοιχογραφίες που αποκαλύφτηκαν το 1854, αλλά ασβεστώθηκαν ξανά. Η γενική αποτίμηση της προσφοράς του Γ. Λαμπάκη στο συνολικό του έργο είναι, ακριβώς αυτή: διέσωσε πολύτιμο υλικό και τράβηξε την προσοχή των μελετητών σε ορισμένα σημαντικά μνημεία. Στάθηκε ευτύχημα η παρουσία τότε στην Ελλάδα του Αυστριακού ιστορικού της τέχνης Joseph Stryqowski, εκείνου που έμελλε να διχάσει αργότερα τους συναδέλφους του με το καίριο ερώτημά του για την καταγωγή της Χριστιανικής Τέχνης. Υποστήριζε δηλ. πως η Ανατολή διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της χριστιανικής τέχνης, χτυπώντας έτσι τη φιλορωμαική άποψη, ιδίως των καθολικών Ιταλών). Πρώτος αυτός ασχολήθηκε συστηματικά με τα προβλήματα της Αγ. Παρασκευής. Οτι ξεκαθάρισε με τη μελέτη του είναι τούτο κυρίως: Πρόκειται για μνημείο παλαιοχριστιανικό - το προσδιορίζει, μάλιστα, ως Ιουστινιάνειο, από το οποίο σώζεται το από την είσοδο μέχρι τους δύο πεσσούς του κυρίως ναού μέρος, ενώ το υπόλοιπο είναι μετασκευή φραγκική του Ι3ου αι. Υπέθεσε, ακόμα, ότι μπορεί να είχε και υπερώο (Το σημερινό είναι μεταγενέστερο, μετά τους σεισμούς του περασμένου αιώνα), ενώ οι δύο κίονες της πρόσοψης είναι καθαρά παλαιοχριστιανικά. Η στέγη είναι μετά του Ι3ου αιώνα και η πρόσοψη του ναού στολιζόταν με τον γνωστό στις γοτθικές εκκλησίες ρόδακα (rosa). Ταυτίζει επίσης τον γνωστό από τις πηγές ναό των Λατίνων του Αγίου Μάρκου με την Αγία Παρασκευή. Ιδιαίτερη αξία αποκτά το γεγονός, ότι μελέτησε το γλυπτό της Δεομένης Θεοτόκου, αν κι “έσφαλε σχετικά με τη χρήση και τη χρονολόγηση “. Το θέμα της χρονολόγησης των κιονοκράνων του απασχόλησε και σε μια μεταγενέστερη μελέτη του για τον χριστιανικό Παρθενώνα: Καταλήγει πάλι στην παλαιοχριστιανική εποχή, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Η επιχειρηματολογία του Joseph Stryqowski στα βασικά της σημεία ήταν αδύνατη: Ο Γ. Λαμπάκης παραδέχτηκε την αναγωγή του αρχικού κτίσματος στον 5/6 αιώνα αποφεύγοντας να το χαρακτηρίσει ρητά «Ιουστινιάνειο» . Γενικά προβλήματα προσπάθησαν να λύσουν και μεταγενέστεροι. Ο Α. Γιαννόπουλος ξεκινώντας από τα γλυπτά που βρήκε σκορπισμένα στο χώρο της εκκλησίας και στα γύρω - κορινθιάζον κιονόκρανο 6ου αι. διάστυλα παλαιοχριστιανικά, δύο θεοδοσιανά κιονόκρανα 5ου αι. στην Αγ. Τράπεζα του παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας-, μιλάει πάλι για έργο Ιουστινιάνειο και του αποδίδει τα παραπάνω γλυπτά, εισάγει όμως και μια ενδιάμεσα μεσοβυζαντινή φάση, στην οποία προσγράφει αλλα γλυπτά. Στη φάση αυτή ταυτίζεται ο ναός με τη γνωστή από επιγραφές “Περίβλεπτο”, όνομα που διετήρησαν οι Φράγκοι και που οφειλόταν, πιθανόν, στο ανάγλυφο της Θεοτόκου. * (* Την άποψη υποστηρίζει και ο Γ. Χατζηκώστας). Σε συμπληρωματική ειδική μελέτη του Α. Γιαννόπουλου χριστιανικές αρχαιότητες Χαλκίδος. Η Αγ. Παρασκευή Εκκλησία). Επανέλαβε τις απόψεις του, διαφωνόντας και σε άλλα δυό σημεία με τον Stryqowski : οι πλάγιοι εξωτερικοί τοίχοι δεν είναι παλαιοχριστιανικοί, ενώ το δεξιό παρεκκλήσιο είναι σύγχρονο με το υπόλοιπο - φραγκικό - Ιερό Βήμα (όχι του Ι4ου/Ι5ου αι. όπως υπέθεσε ο Stryqowski). Καθόρισε μάλιστα τη χρονολόγηση της Περιβλέπουσας 1186. Ο γνωστός μας ήδη Α. Καλογερόπουλος αρχικά (Εορτών Βυζαντινών αναμνήσεις, εφημ. Εύριπος φ. της 10-1-1925) παραδέχτηκε την ταύτιση με την “Περίβλεπτο, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Διέκρινε και μια Θεοδοσιανή φάση - συνολικά, λοιπόν, τέσσερις -, και διεχώρισε Αγ. Παρασκευή και Παναγία Περίβλεπτο, στην οποία απέδωσε με πιθανότητα ορισμένα γλυπτά του Μουσείου Χαλκίδας. Εκφράζει την υποψία, μήπως η Αγ. Παρασκευή καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς και ξαναχτίστηκε από τους Φράγκους. Αν η υπόθεση του είναι σωστή, τότε ο ναός έμεινε τετρακόσια ολόκληρα χρόνια ερείπιο, πράγμα που ίσως - εξηγεί και τη μεγαλύτερη διασπορά των αρχιτεκτονικών μελών, που σημείωσε ο Γιαννόπουλος. Αλλά τότε μένει άλυτο το πρόβλημα, για ποιό ναό μιλούσε με τόσο ενθουσιασμό ο Μιχαήλ Χωνιάτης το δωδέκατο αιώνα. Τέλος, την τοπική παράδοση για υπόγειους τάφους, - ότι, δηλαδή, χαρακτήρισε ο Γ. Λαμπάκης σαν κρύπτη ευγενών Φράγκων - τη θεωρεί ο Καλογερόπουλος σίγουρα το ανάγλυφο της Θεοτόκου οδήγησε σε γόνιμα συμπεράσματα. Αλλά ενώ O.Dallon το χρονολόγησε αόριστα στη μεσοβυζαντινή περίοδο και ο Ο. Woulff σε προϊουστινιάνεια φάση, λέγοντας πως κοσμούσε επίθημα κιονόκρανου. Η νεώτερη μελέτη του Ανδρ. Ξυγγόπουλου έδωσε μιά πειστικότερη εξήγηση. Το ανάγλυφο αποτελούσε διακόσμηση του παλαιοχριστιανικού, προίουστινιάνειου τέμπλου. Σε μεσοβυζαντινά χρόνια επισκευάστηκε ο ναός - όπως σημείωσε ήδη ο Γιαννόπουλος - οπότε χτίστηκε νέο τέμπλο, που, αν κρίνουμε από ένα κομμάτι του, ανάγεται γύρω στον 11ο αιώνα. Τα μέχρι της εποχής του πορίσματα συνόψισε ο Γ. Σωτηρίου από τον αρχικό ναό (τέλη 5ου/ αρχές 6ου αι.) σώζονται οχτώ κίονες και τα κάτω τμήματα των μακρών τοίχων. Υπερώα δεν είχε. Ριζικές επισκευές έγιναν τον 13ο αι. (προ του 1279) από τους Φράγκους οπότε πήρε τη σημερινή του μορφή το Ιερό. Μεταγενέστερο άρθρο του Θ. Θεοχάρη δεν προσφέρει πολλά νέα στοιχεία. Μιλάει για παλιότερο θεοδοσιανό ναό στα τέλη του 4ου αι. - Προφανώς από παρεξήγηση των απόψεων του Καλογερόπουλου, βλ. ανωτ. που τον θέλει χτισμένο πάνω σ’ εθνικό ιερό, δίχως να τεκμηριώνει ικανοποιητικά την αποψή του. Ξεχωρίζει επίσης φράγκικα και ενετικά έργα χωρίς λόγο, διασώζει όμως μαρτυρία για λείψανα τοιχογραφιών στο δεξιό παρεκκλήσιο. Ο ναός ταυτίζεται με τον ενετικό ναό του Αγ. Μάρκου ενώ στη Τουρκοκρατία έγινε τζαμί κι ασβεστώθηκαν οι τοιχογραφίες. Από τα νεώτερα σποραδικά ανασκαφικά δεδομένα, βγαίνει, νομίζω, το συμπέρασμα, πως στο μνημείο τρείς είναι οι κύριες φάσεις, όπως αποδεικνίουν οι αλλεπάλληλες σειρές ανόμοιων παραθύρων και τα τρία δάπεδα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: